- προφερής
- -ές, Α1. αυτός που τοποθετείται μπροστά από τους άλλους, που υπερέχει ως προς την ηλικία, την αξία, το κύρος («ἀλλάων προφερής τ' ἧν πρεσβυτάτη τε», Ησίοδ.)2. αυτός που είναι νέος αλλά φαίνεται μεγαλύτερος («οὗτος δὲ προφερὴς καὶ καλὸς καὶ ἀγαθὸς τὴν ὄψιν», Αισχίν.)3. (για φυτά και νέους ανθρώπους) εκείνος που έχει πρόωρη ανάπτυξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -φερής (< φέρω), πρβλ. κατα-φερής, περι-φερής].
Dictionary of Greek. 2013.